Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὄρνις ποιός

См. также в других словарях:

  • PSITTACUS — pluchritudinis inter aves primas tulit, a Statio, l. 2. Sylv. 4. Epicedio in Psittacum Melioris Atedii, ubi psittacum iungens Pavoni ac Phasiano ait, v. 25. Psittacus ille plagae viridis regnator Eoae, Quem non gemmata volucris Funonia caudâ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • потатуйка — удод . Возм., звукоподражательного происхождения, как греч. τυτώ ̇ γλαύξ (Гесихий), лит. tūtuoti дудеть , tutlỹs, tutùtis удод , англос. Þûtan издавать звук , нов в. н. tuten дудеть или греч. τοῦτις ̇ ὁ κόσσυφος (Гесихий), ταύτασος. ὄρνις… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • λαγωίνης — λαγωΐνης (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὄρνις ποιός». [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + επίθημα ίνης, που χαρακτηρίζει ζώα (πρβλ. ελαφ ίνης)] …   Dictionary of Greek

  • τυτώ — Νυχτόβιο αρπακτικό πουλί (tyto alba) της οικογένειας των τυτονιδών, της τάξης των γλαυκόμορφων. Λέγεται και στριξ. Έχει συνολικό μήκος περίπου 35 εκατοστά, με άνοιγμα στις φτερούγες σχεδόν 1 μ. H τ. είναι αρκετά διαδεδομένη με μερικά υποείδη, σε… …   Dictionary of Greek

  • ker-1, kor-, kr- —     ker 1, kor , kr     English meaning: a kind of sound (hoarse shrieking, etc..), *crane     Deutsche Übersetzung: ‘schallnachahmung for heisere, rauhe Töne, solche Tierstimmen and die sie ausstoßenden Tiere”     Note: Root ker 1, kor , kr : “a …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • οίος — (I) οἶος, οἴα, ον, επικ. τ. θηλ. οἴη, κυπρ. τ. οἶFος (Α) 1. μόνος, χωρίς συνοδεία, ολομόναχος («ὅν ῥα συβώτης αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος, νόσφιν δεσποίνης», Ομ. Οδ.) 2. μοναδικός στο είδος του, εξαίρετος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) οἶον… …   Dictionary of Greek

  • ρινόκερος — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται πέντε είδη μεγάλων οπληφόρων θηλαστικών, της οικογένειας των Ρινοκεροντιδών, της τάξης των περιττοδάκτυλων*. Τα ζώα αυτά ανήκουν σε τέσσερα γένη, δύο από τα οποία ζουν στην Αφρική, Ν της Σαχάρας, και δύο… …   Dictionary of Greek

  • χύρραβος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὄρνις τις ποιός» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»